καθαλμώ

καθαλμώ
καθαλμῶ, -άω (Α)
επιγρ. σχηματίζω περίβλημα ή επιφάνεια από πηγμένο αλάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + ἁλμῶ «είμαι ή γίνομαι αλμυρός»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”